- επανατέλλω
- (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω)νεοελλ.επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαιμσν.κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανάαρχ.1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.)2. φυτρώνω3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής ἐπαντείλασαν», Αισχύλ.)4. φαίνομαι, αναφαίνομαι («λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ», Αισχύλ.)5. (για ήλιο, αστέρα κ.λπ.) ανατέλλω ξανά, επιτέλλω*6. ο επερχόμενος χρόνος, το μέλλον («ὁ ἐπανατέλλων χρόνος», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.